11.12.11

YEMENH ή Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ



...Στον πάτο του πηγαδιού ήταν «σκότος επί σκότους». Απλώναμε τα χέρια μας και μόλις που τα ξεχωρίζαμε. Αλλά τις ώρες της νύχτας σκαρφαλώναμε ως πάνω στο κάστρο που ορθονώταν στην απεραντοσύνη και κοιτάζαμε μέσα από ένα παράθυρο. Περιστέρια πήγαιναν κι έρχονταν από τα άλση της Υεμένης, και μας έλεγαν πώς ήταν τα πράγματα στην απαγορευμένη περιοχή. Κάπου-κάπου, ένα φως λαμπρό μας επισκεπτόταν από την Υεμένη, το ζωηρό σπινθηροβόλημά του από την «δεξιά πλευρά», απ’ την πλευρά την ανατολική, που λέει ο λόγος, μας μιλούσε για την οικογένεια που ζούσε στο Ναζντ. Ένα αεράκι γεμάτο από την ευωδία του γλυκάνισου μας σήκωνε ψηλά από ευφροσύνη σε ευφροσύνη. Και μας κοβόταν η ανάσα από πόθο και από νοσταλγία για την πατρίδα μας. (Αφήγηση της Δυτικής Εξορίας)

Η ΙΕΡΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Τί θέση μπορεί να έχει μία χώρα όπως η Υεμένη στον σημερινό κόσμο; Η χώρα που αναπαριστά και έχει εν πολλοίς ενσαρκώσει την κοιτίδα μιας πανάρχαιης σοφίας –σοφίας της Φύσεως– συμβολίζοντας ακόμη και την ουράνια πατρίδα των εσωτερικών παραδόσεων του Ισλάμ, μία αρχέγονη γη, εμφανίζεται σήμερα σαν ένα παράξενο κόσμημα που φιλοτεχνήθηκε σε ένα ακαθόριστα μακρινό παρελθόν και σαν ξεχασμένη πατρίδα της παιδικής ηλικίας, της ομορφιάς και της αιώνιας νεότητας.
Στην ιερή γεωγραφία που διαμορφώθηκε πολύ πριν από την εποχή του Προφήτη, η Υεμένη κατέχει μία ξεχωριστή θέση, κάτι που υποδηλώνει πρώτα απ’ όλα το ίδιο της το όνομα. Η ρίζα του ονόματος Υεμένη σχετίζεται στα αραβικά με το δεξί χέρι (αλ–γιαμίν) και αυτό έχει μια ειδική σημασία στον συμβολισμό των τεσσάρων κατευθύνσεων του χώρου (Βορράς-Νότος, Ανατολή-Δύση). Με απλά λόγια, το δεξί χέρι δείχνει προς την Ανατολή, στην κατεύθυνση του ανατέλλοντος Ηλίου, όταν σταθεί κανείς κοιτώντας προς τον Βορρά (ο Βορράς έχει τη σημασία του υπερβατικού «πόλου» στα ιρανικά ρεύματα του ισλαμικού εσωτερισμού). Όταν βρίσκεται κάποιος στην Αραβία και κοιτάζει προς την κατεύθυνση του ανατέλλοντος Ηλίου, τότε το δεξί του χέρι δείχνει προς την κατεύθυνση της Υεμένης. Ο Βορράς είναι το πρώτο και το έσχατο σημείο αναφοράς, έτσι το αριστερό χέρι και η αριστερή πλευρά, κατ’ επέκταση, ανήκουν στη Δύση, τόπο του σκότους, ενώ το δεξί χέρι και η δεξιά πλευρά στην Ανατολή, πηγή του φωτός. Η Υεμένη, αν και τοποθετείται στον Νότο σύμφωνα με τη συμβατική γεωγραφία, συμβολικά ταυτίζεται με την Ανατολή του Φωτός.
Είναι γεγονός ότι σήμερα αυτή η χωροθεσία (ή η απαρίθμηση των τόπων, όπως έλεγαν οι Αιγύπτιοι στη δική τους ιερή γεωγραφία) ακούγεται τελείως αφηρημένη, δεν είναι, όμως, αν φανταστούμε ότι για τον ταξιδευτή ή για τον προσκυνητή, το να πάρει την κατεύθυνση της Υεμένης σήμαινε να πάρει το δρόμο για την Ανατολή, με άλλα λόγια το μονοπάτι για τη χώρα του φωτός. Γιατί αυτός ήταν ο ρόλος της ιερής γεωγραφίας, η μετατροπή της διαδρομής σε τελετουργία, του ταξιδιού σε μύηση, δεν ήταν ασκήσεις επί χάρτου όπως πολλοί φαντάζονται.
Μπορούμε λοιπόν να ξαναδιαβάσουμε, σε αυτό το πνεύμα, το απόσπασμα από τον Σουχραβάρντι: «..Κάπου-κάπου, ένα φως λαμπρό μας επισκεπτόταν από την Υεμένη, το ζωηρό σπινθηροβόλημά του από την "δεξιά πλευρά", απ’ την πλευρά την ανατολική, που λέει ο λόγος, μας μιλούσε για την οικογένεια που ζούσε στο Ναζντ. Ένα αεράκι γεμάτο από την ευωδία του γλυκάνισου μας σήκωνε ψηλά από ευφροσύνη σε ευφροσύνη. Και μας κοβόταν η ανάσα από πόθο και από νοσταλγία για την πατρίδα μας.» Προηγουμένως, ο Σουχραβάρντι έχει υποδείξει τη χρονική στιγμή κατά την οποία εμφανίζεται το σπινθηροβόλο φως από την Υεμένη: είναι οι ώρες της νύχτας, της βαθιάς νύχτας. Ο υπαινιγμός είναι σαφής για το ποιά ακριβώς είναι η πηγή αυτού του φωτός που λάμπει μέσα στη νύχτα, είναι ο Ήλιος του Μεσονυκτίου, το φως που έρχεται από το Βορρά –κι αυτό σύμφωνα με μια αρχαιότατη ιρανική παράδοση την οποία ο Σουχραβάρντι είχε αποπειραθεί να αναβιώσει στο πλαίσιο του Ισλάμ. Βλέπουμε ξανά ότι Ανατολή και Βορράς συνθέτουν τη συμβολική του φωτός, τη μεταφυσική του φωτός. Φως υπερβατικό, λευκό, αγνό, που έρχεται από ψηλά: «Περιστέρια πήγαιναν κι έρχονταν από τα άλση της Υεμένης, και μας έλεγαν πώς ήταν τα πράγματα στην απαγορευμένη περιοχή» (φάος αγνόν, όπως το επικαλείται η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, το ανατέλλον φως). Φως αλλά και ήχος, ένα φως που διαπερνά το φράγμα των αισθήσεων και εικονοποιείται, αισθητοποιείται στη φαντασία ως λευκά πουλιά, πτηνά του ουρανού που μιλούν («με ανθρώπινη λαλίτσα» όπως στα δημοτικά τραγούδια) και μεταδίδουν μηνύματα από την απαγορευμένη περιοχή, «σίγουρα μαντάτα απ’ το Βασίλειο του Σαβά», όπως λέει σε ένα σημείο του κείμενου ένα μήνυμα προς του έγκλειστους της Δυτικής Εξορίας. Φως, ήχος αλλά και αέρας, ευωδία του πνεύματος που κάνει αισθητή τη μακρινή, τη νοητή πατρίδα.


ΟΙ ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ
Επιγραφές αναφέρουν ότι το βασίλειο του Σαβά κυβερνήθηκε από ηγεμόνες που έφεραν τον τίτλο mkrb, που συνήθως μεταγράφεται ως mukarrib. Οι μελετητές έχουν σπάσει το κεφάλι τους να βρουν σε τί ακριβώς μπορεί να αναφέρεται αυτός ο τίτλος, για μία φορά ακόμη η χαραγμένη πέτρα καλείται να ξεκλειδώσει μυστήρια. Αν mukarrib είναι ο ιερέας, τότε mkrb είναι ο βασιλιάς–ιερέας και επομένως συναντάμε και στο Σαβά την αρχαιότατη παράδοση στην οποία το ιερατικό και το βασιλικό λειτούργημα συνενώνονται σε ένα πρόσωπο. Παράδοση που φτάνει ως τον Πλάτωνα, και στη θεωρία των βασιλέων που φιλοσοφούν (καθώς ιερέας δεν είναι ο κληρικός, αλλά ο σοφός και φιλόσοφος, με την αρχαία έννοια των όρων), ως τη Ρώμη και τη Νέα Ρώμη, και ως τις ουτοπίες της Αναγέννησης, περνώντας από τους βασιλείς–μάγους των Ερμητικών. Λείπουν οι ενδιάμεσοι κρίκοι που θα μπορούσαν να διαφωτίσουν τις πηγές ενός μύθου που τοποθετεί στην αραβική χερσόνησο μία «ιερατική νήσο», την Παγχαία που αναφέρει ο Διόδωρος Σικελιώτης, ενώ άλλοι την αναφέρουν ως περιοχή της Ευδαίμονος Αραβίας, της Υεμένης. Και, ακόμη πιο χαρακτηριστικά, κάτι ανάλογο τοποθετεί στην αραβική χερσόνησο ο Quintus Curtius Rufus...Στο Historiae Alexandri Magni (Ιστορίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου) περιγράφει την πολιτεία των Αμμώνιων που βρίσκεται σε ένα άλσος στη μέση της ερήμου (πώς να μη θυμηθείς τα «άλση της Υεμένης» του Σουχραβάρντι;). Στη μέση του άλσους βρίσκεται μία μαγική πηγή, εκεί λατρεύεται ο Άμμων Δίας, δηλαδή ο Άμμων ως Ύδωρ της Ζωής, δηλαδή ο ερμητικός Υδράργυρος – «Άφησα τα σπήλαια και τις οπές της γης και ξεμπέρδεψα με τους προθαλάμους. Πήγα κατευθείαν στην Πηγή της Ζωής» λέει ο Σουχραβάρντι. Είναι το Ίρεμ των Στηλών;
Δεν στοίχειωσαν μόνον οι τόποι, στη φαντασία των ντόπιων στοίχειωσαν και οι άνθρωποι, τόσο ώστε ο ευγενής τίτλος mukarrib κατέληξε να αναφέρεται σε επικίνδυνους μάγους της ερήμου. Κάτι που δεν δίστασαν να εκμεταλλευτούν ορισμένοι αγγλοσάξονες «ερευνητές» για να καρυκεύσουν τις αποκρυφιστικές τους φαντασίες, κεντρισμένοι από τις ιστορίες του Λάβκραφτ, ο οποίος είχε κάτι διαισθανθεί για το μέγα μυστήριο της ερήμου.
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Αν ρωτήσετε έναν γνώστη των ισλαμικών εσωτερικών παραδόσεων σε τί ακριβώς αναφέρεται ο όρος mukarrib, θα σας απαντήσει ότι είναι μία άλλη ονομασία για τους afrad. Αυτοί οι περίφημοι afrad, οι Μοναχικοί ή οι Μοναχοί, όπως θα μπορούσε να αποδοθεί ο όρος, συνιστούν κατά κάποιο τρόπο μία παράλληλη πνευματική ιεραρχία, σύμφωνα με τις διδασκαλίες. Παράλληλη ως προς την πνευματική ιεραρχία κάθε εποχής στην οποία ηγείται ο λεγόμενος κουτούμπ, ο Πόλος (η λέξη αναφέρεται και στον βόρειο πόλο αλλά και στον πολικό αστέρα). Θα χρειαζόταν μία μεγάλη κατάδυση στον ισλαμικό εσωτερισμό για να εξηγήσουμε γιατί να γίνεται λόγος για αυτή την παράλληλη ιεραρχία των afrad. Θα μπορούσαμε να πούμε, συνοπτικά, ότι είναι μία ποιοτική διάκριση, περιγράφει ένα ορισμένο μονοπάτι, μία ασκητική οδό, και, ακόμη, μία πνευματική κατάσταση. Η ίδια η λέξη afrad, στον ενικό αναφέρεται σε ένα από τα θεία ονόματα, το όνομα Μόνος («μοναδικός», ως αναφορά στη θεία Εν–ότητα). Το μονοπάτι των afrad, των Μοναχικών, είναι το μονοπάτι της τέλειας απογύμνωσης, μία via negativa, μία αποφατική οδός, όχι όμως απλώς θεωρητική. Και εδώ υπεισέρχεται και ο συμβολισμός της Ερήμου. Οι ασκητές της Ερήμου είναι μία αναλογία στην ορθόδοξη παράδοση (ο ποιητής Νίκος Καρούζος είχε συνομιλήσει με έναν τέτοιον ασκητή στον Άθωνα, μα δεν συμβαίνει και τόσο συχνά να συναντήσεις κάποιον που πραγματικά βαδίζει μία τέτοια ατραπό).
Αλλά, για να μην νομίσει κανείς ότι τα πράγματα είναι μονοδιάστατα, πρέπει να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο Πόλος είναι afrad, Μοναχικός, με την έννοια ότι και ανήκει και προέρχεται από την τάξη των Μοναχικών. Διαφοροποιείται από τους afrad ως προς το λειτούργημα. Αυτό εξηγεί πώς ο afrad είναι δυνατόν να παρουσιάζεται πότε ως Μοναχικός και πότε ως mukarrib, ως βασιλιάς–ιερέας.
Στο κείμενο του Σουχραβάρντι, ο Μοναχικός είναι ένας εξόριστος στη γη του σκότους, η αφήγηση είναι ένα ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα, στην Υεμένη, στην Ανατολή του Φωτός. Όπως εξηγεί ο ίδιος στον πρόλογο της ιστορίας: «Όταν ανακάλυψα την Αφήγηση του Ζώντος υιού του Εγρήγορου [Hayy ibn Yaqzan] βρήκα ότι υστερούσε σε εκείνον τον φωτισμό που προσιδιάζει στην υπέρτατη εμπειρία της Μεγάλης Ανατροπής, παρά τις θαυμαστές φράσεις και τις βαθιές ιδέες που περιέχονται σε αυτή. Αυτή η εμπειρία φυλάσσεται ως θησαυρός στις ιερές γραφές, εμπιστευμένη στα σύμβολα των σοφών και κρυμμένη στην Ιστορία του Σαλαμάν και του Αμπσάλ, γραμμένη επίσης από τον δημιουργό της Αφήγησης του Ζώντος υιού του Εγρήγορου [τον Αβικέννα]. Αυτό είναι το Μυστικό που επιβεβαιώνεται από τα πνευματικά στάδια των Σούφι και από εκείνους που κατέχουν οραματική διαίσθηση. Καμμιά αναφορά δεν γίνεται σε αυτό στην Αφήγηση του Ζώντος υιού του Εγρήγορου παρά μόνο στο τέλος όπου λέγεται: “Μερικές φορές κάποιοι μοναχικοί ανάμεσα στους ανθρώπους μεταναστεύουν προς Εκείνον...”»


ΑΝΤΗΧΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ
Υπήρχε μία εποχή, λένε οι ιστορίες, που οι Μοναχικοί έβγαιναν από την Έρημο και εμφανίζονταν στους ανθρώπους για να τους κυβερνήσουν ως βασιλείς–ιερείς. Δεν ήταν λιγότερο μοναχικοί στον κόσμο, βασίλευαν χωρίς να επεμβαίνουν, βασίλευαν χωρίς να βασιλεύουν, δρούσαν χωρίς να δρουν. Γι’ αυτό και η αφήγηση του Διόδωρου του Σικελιώτη για την Παγχαία, που παραπέμπει στην Ατλαντίδα του Πλάτωνα (και της οποίας η Νέα Ατλαντίς του Φράνσις Μπέικον δεν είναι παρά η καρικατούρα) δεν παραλείπει να εξάρει τη δημοκρατική συγκρότηση της πολιτείας. Δεν είναι αντιφατικό, ούτε ο ρόλος του βασιλιά–φιλοσόφου συναρτάται a priori με τη δεσποτεία. Αυτό, όπως όλα δείχνουν, το είχαν αντιληφθεί, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, και όσοι βρίσκονταν πίσω από το κίνημα που συντάραξε την Ευρώπη του 17ου αιώνα υιοθετώντας την ονομασία των Ροδόσταυρων. Επικαλέστηκαν την Υεμένη στα κείμενά τους και στα μανιφέστα τους, δηλώνοντας ρητά ότι εκεί βρήκαν, μαζί με μία ολοκληρωμένη φιλοσοφία της φύσης –άραγε ποιές ήταν οι πηγές τους;– και κάτι περισσότερο από ένα πρότυπο διακυβέρνησης, ένα πρότυπο πολιτειακής συγκρότησης, το οποίο βέβαια ούτε οι «Ροδόσταυροι» ούτε κανείς άλλος έχει κατορθώσει να το πραγματοποιήσει. Αλλά τα αρχέτυπα αναδύονται ξανά και ξανά, απ’ το πουθενά επιστρέφουν.
Τα ροδοσταυριτικά κείμενα, τονίζουν τον ρόλο της Υεμένης στο μυητικό ταξίδι του «Χριστιανού Ροδόσταυρου». Έτσι, στην πρώτη έκδοση της Fama Fraternitatis, στα errata (διορθώσεις), η Damascum (Δαμασκός) γίνεται Damcar. Νταμκάρ είναι η ονομασία της μόνης πόλης της Υεμένης που σημειώνεται στις γεωγραφίες από την εποχή της μυθικής βασίλισσας του Σαβά (είναι η σημερινή πόλη Νταμάρ). Στην Confessio Fraternitatis, αναφέρεται επίσης η «Νταμκάρ στην Αραβία», δηλαδή στην Υεμένη, καθώς Ευδαίμων ΑραβίαArabia Felix είναι η ονομασία της Υεμένης που καθιερώθηκε από τον Πτολεμαίο και τους Ρωμαίους γεωγράφους.
Τα ροδοσταυριτικά κείμενα παραπέμπουν, με τον τρόπο τους, στη «σοφία των αρχαίων Υεμενιτών» (Geber), αλλά και στην Αραβία ως πατρίδα της αλχημείας, σύμφωνα με την άποψη που επικρατούσε την εποχή του 17ου αιώνα. Στην Fama Fraternitatis, μάλιστα, λέγεται ρητά ότι ο Χριστιανός Ροδόσταυρος προτίμησε την Υεμένη από την Ιερουσαλήμ: «...τους άκουσε να μιλούν για τους σοφούς της Νταμκάρ, στην Αραβία, για τα θαύματα για τα οποία ήταν ικανοί, και για το πώς αυτοί είχαν μια ολοκληρωμένη γνώση ολόκληρης της Φύσης. Απ’ αυτό, το υψηλό και ευγενές πνεύμα του Αδελφού C.R. κεντρίστηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν σχεδίαζε πια να πάει στην Ιερουσαλήμ, αλλά στην Νταμκάρ».
Η Confessio Fraternitatis (Ομολογία της Αδελφότητας) προχωράει ακόμη πιο πέρα, αλλά σε διαφορετική κατεύθυνση. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται το υποτιθέμενο σχέδιο των Ροδόσταυρων σύμφωνα με το οποίο η Αδελφότητα, από μυστική που είναι, θα εκδηλωθεί προς τα έξω και θα διαρθρωθεί σε διάφορες ιεραρχίες, οι οποίες θα έχουν και πολιτική (πολιτειακή, θα λέγαμε) διάσταση. Το πρότυπο της ροδοσταυρικής μεταρρύθμισης είναι, κατά το κείμενο, «η πόλη της Νταμκάρ, στην Αραβία, που κατέχει μια πολιτική τάξη εντελώς διαφορετική από την υπόλοιπη χώρα. Αυτή κυβερνάται από ανθρώπους σοφούς και σώφρονες, που είναι εξουσιοδοτημένοι από τον άρχοντα να θεσπίζουν συγκεκριμένους νόμους. Και είναι ακολουθώντας το παράδειγμά τους, που θα έπρεπε να διαμορφώσουμε ένα παρόμοιο πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη...» Πρόκειται, βέβαια, για μια Νταμκάρ συμβολική, παράλληλη. Ένα αρχέτυπο που επιστρέφει.

Δημήτρης Τσουμάνης

Περισσότερα μπορεί να διαβάσει κανείς στο τεύχος 128 του Strange, στο κείμενό μου με τίτλο Υεμένη, Η Απαγορευμένη Περιοχή και στο θεμελιώδες κείμενο του Σουχραβάρντι Αφήγηση της Δυτικής Εξορίας, σε μετάφραση και σχόλιά μου, στο ίδιο τεύχος.
Η Υεμένη δεν έχει γλιτώσει από τις διαδικτυακές απάτες που κυκλοφορούν σε σωρό τα τελευταία χρόνια και διακινούνται από διάφορους που διαδίδουν υποτιθέμενες διαρροές από ορισμένες «υπηρεσίες», ποιός ξέρει με τί σκοπούς. Εντυπωσιακό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι το πόσο εύκολα μπορούν απλές επιστημονικές θεωρίες και υποθέσεις εργασίας να παρουσιάζονται σαν απτή πραγματικότητα, και αυτό να γίνεται πιστευτό.


....Είδα ένα λυχνάρι με λάδι μέσα του: ένα φως αναδύθηκε απ’ αυτό προς τα διάφορα σημεία του σπιτιού. Και ιδού, ακόμη και η γωνιά του λυχναριού πυρώθηκε και οι ένοικοι φωτίστηκαν από το φως του ήλιου που ανέτειλε από πάνω τους. Έβαλα το λυχνάρι στο στόμα του Δράκοντα που ζούσε στο κάστρο του νερόμυλου...


ΕΙΚΟΝΑ: ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΟΚΟΡΟΥ

15.11.11

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ


 


Διαβάζω στον Μαγικό Κόσμο των Ηρώων (Il Mondo Magico de gli Heroi) του Cesare della Riviera μία αναφορά στον Πρόκλο: «...στον Ουρανό υπάρχουν γήινα πράγματα, αλλά ουράνιας φύσεως».

Το σύμπαν μοιάζει με αυτό που βλέπουμε περπατώντας μέσα στο δάσος.

Με τί μοιάζει πραγματικά το σύμπαν; Η εικόνα που δείχνουν τα τηλεσκόπια είναι αφαιρετική, δεν αποδίδει καθόλου τις αληθινές μορφές, συστατικά στοιχεία μόνο. Και είναι σα να βλέπεις με μικροσκόπιο κάτι πολύ μεγάλο.

Δεν μπορούμε να δούμε το σύμπαν. Οι αρχαίοι φαντάζονταν το χάσμα της Περσεφόνης, όπου περιπλανώνται οι ψυχές σαν πυγολαμπίδες, ο Παράκελσος έβλεπε το σκοτάδι. Δεν είναι απουσία του φωτός, αόρατο είναι το σκοτάδι μόνον για όποιον δεν το βλέπει. Γεμάτος είναι ο κόσμος γύρω μας από πράγματα που παραμένουν αόρατα.

Το σύμπαν είναι Μορφή. Η μορφή είναι διαφάνεια.

«Μεταξύ σωμάτων δεν υφίσταται ένωση, το πολύ μείξη, όπως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μία ακριβής ένωση σώματος και πνεύματος, ενώ τα πνεύματα μπορούν να ενωθούν καλώς μεταξύ τους» (μία σοφή παρατήρηση του Eirenaeus Philalethes)

Το σύμπαν είναι ένωση πνευμάτων, αέναη μεταμόρφωση πνευμάτων. Η Γη είναι βαριά, ένας βράχος μέσα στο δάσος. Ή μία πέτρα, αλλά στα βάθη της κρύβεται ο θησαυρός, ο Πλούτων. Η Γη παραμένει αόρατη για μας.

Έτσι υπάρχει μία άλλη Γη, που είναι αυτή εδώ η Γη, αλλά αόρατη, μία μαγική Γη. Η ύλη της είναι διαφάνεια, οι νόμοι της οι νόμοι των μορφών, δηλαδή «ουράνιοι» νόμοι.

Η ένωση των πνευμάτων είναι ο Έρως. Στα διαυγή όνειρα εκδηλώνεται αυτή η κυκλοφορία των πνευμάτων μέσα στο μαγικό Σύμπαν. Ο κόσμος των μορφών φανερώνεται μέσα στις διάφορες εκδηλώσεις της Imaginatio.

Η δύναμη του θρύλου ήταν πάντα η μεταμορφωτική δύναμη των «πνευμάτων». Η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι αποτέλεσμα της συνείδησης, πρωταρχικά είναι δημιούργημα του θρύλου, όλες οι έννοιες φύτρωσαν στο έδαφος που καλλιέργησαν οι θρύλοι. Μία ανοιχτή πύλη στο μυστήριο της Φύσεως.

Υπάρχει πάντα μία ουράνια Γη που μας περιμένει. Αλλά είμαστε μακριά, πολύ μακριά, έχουμε εισέλθει στη λήθη, έχουμε ξεχάσει την Ιστορία, εδώ και αιώνες, και όσοι προσπαθούν να θυμηθούν γνωρίζουν ότι βιώνουμε την Ιστορία ως λήθη. Μόνον ως λήθη συνεχίζουμε την Ιστορία.

Η Γη είναι ένα ασύλληπτο μυστήριο –και ο Ήλιος; Έχει χαθεί η απλότητα της πρώτης ματιάς, οι επείγουσες ανάγκες της ζωής επιβάλλονται, μηχανισμοί που κινούν άλλους μηχανισμούς. Και πάνω απ’ όλα η ουράνια μηχανή, το αισθητήριο του Θεού, όπως το ονόμασε ο Νεύτων εμπνεόμενος από τον Αριστοτέλη, αυτόν τον τρελό που κοινοποίησε τα μυστικά που του ψυθίρισε στο αυτί ο Πλάτων, που άκουσε τα μυστικά από το χρυσό στόμα των ιερέων της Ηλιουπόλεως, που τα έμαθαν στην έρημο μετά τον Κατακλυσμό από τους απογόνους εκείνων που πρώτοι τα ονειρεύτηκαν ατενίζοντας τον έναστρο ουρανό. Όλα ξεκίνησαν από κάποια παιδιά που έπαιζαν ανέμελα.

 Τα πράγματα δεν μιλούν πια, δεν τα ακούμε. Γι’ αυτό ούτε οι λέξεις μιλούν.

Τί υπάρχει στο κέντρο του σύμπαντος; Τί άλλο από μία καρδιά, από μία φωνή που μιλάει και σωπαίνει.

Στον Ουρανό υπάρχουν γήινα πράγματα, αλλά ουράνιας φύσεως. Στη γη υπάρχουν ουράνια πράγματα, αλλά γήινης φύσεως.

Κάποτε οι άνθρωποι κατασκεύαζαν λαβύρινθους, στο πρότυπο των υπόγειων άντρων, επειδή πίστευαν ότι τα κακά πνεύματα κινούνται σε ευθεία γραμμή. Σήμερα κατασκευάζουν ευθείες, και το αποτέλεσμα είναι τερατώδεις λαβύρινθοι.

Το σύμπαν μοιάζει με αυτό που βλέπουμε περπατώντας μέσα στο δάσος. Και οι πόλεις μοιάζουν με δάσος, με λαβύρινθο. Ο πολιτισμός είναι σαν μία παρωδία του σύμπαντος.
Πραγματικά μοιάζει το σύμπαν με δάσος, με πόλη, με λαβύρινθο. Οι ψυχές περιπλανώνται σαν πυγολαμπίδες, πνεύματα περιπλανώμενα στα μονοπάτια της πόλης, του δάσους, του σύμπαντος.

Ο Σουχραβάρντι, ο οραματιστής φιλόσοφος του Ιράν, δίδασκε ότι υπάρχουν τρεις, κατά βάση, τρόποι να ατενίζεις τον ουρανό: όπως οι κοινοί άνθρωποι και τα ζώα, όπως οι άνθρωποι της επιστήμης, που βλέπουν τους ουρανούς με τα μάτια των ουρανών, και ένας τρίτος τρόπος, ανώτερος από τους προηγούμενους, με τα μάτια της εσωτερικής όρασης.

Τα πνεύματα κυκλοφορούν μέσα στο πεδίο τους, που είναι η διαφάνεια της μαγικής Γης. Ενώνονται και μεταμορφώνονται χάρη σε αυτή τη μυστηριακή, την ανερμήνευτη διαφάνεια. Και καθώς τα πνεύματα μεταμορφώνονται, μεταμορφώνονται και τα σώματα.
Στην εσωτερική όραση, η διαδικασία αυτή φανερώνεται αντιστρόφως, όταν τα πνεύματα εμφανίζονται ως σώματα, ως αρχέτυπα–εικόνες: «Η μέλισσα δεν είναι μόνο στον κήπο, αλλά και στον αέρα και στον ουρανό. Ο Κρόνος δεν είναι μόνο στον ουρανό, μα και βαθιά στη γη και στον ωκεανό. Τί είναι η Αφροδίτη παρά η αρτεμισία που φυτρώνει στον κήπο σας; Τί είναι ο σίδηρος παρά ο Άρης; Δηλαδή, Αφροδίτη και αρτεμισία είναι και οι δύο παράγωγα της ίδιας ουσίας, και ο Άρης και ο σίδηρος εκδηλώσεις της ίδιας αιτίας. Τί είναι το σώμα το ανθρώπινο, παρά ένας αστερισμός των ίδιων των δυνάμεων εκείνων που διαμόρφωσαν τα άστρα στον ουρανό;» (Παράκελσος, Paragranum)

Μία είναι η πραγματικότητα, στον ουρανό και στη γη. Μία η Οδός, άνω–κάτω, αλλ’ αντιστρόφως.

Στα βουνά της Άπω Ανατολής φυτρώνουν «αόρατα» βότανα και μανιτάρια, που είναι μετουσιώσεις ορυκτών. Τα αναζητούν ως μέρος της μύησης, της «εισόδου στο βουνό», που δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να έρθει σε όσμωση με το βουνό, σε σημείο ώστε να γίνει ένα με αυτό. Το βουνό είναι η πύλη προς τη Φύση.
Η παρουσία κινναβάρεως μαρτυρείται στα βουνά από την παρουσία θαυμαστών μανιταριών που λάμπουν μέσα στη νύχτα. Το κιννάβαρι είναι η ουσία της γης στην οποία η ενέργεια γιανγκ είναι η πιο ισχυρή που υπάρχει στη φύση και γι’ αυτό εξομοιώνεται με τον Ήλιο. 
Η Φιλοσοφική Λίθος είναι καθαρό γιανγκ. Με τα μυστήρια των ορυκτών αρχίζει η σταδιακή εισχώρηση στη μαγική Γη.


Φαντάζομαι τους πρώτους μεταλλουργούς στις υπόγειες σπηλιές. Έχουν ανακαλύψει τις κρυφές εισόδους, που τις καλύπτουν δάση πυκνά. Είναι μόνοι, αποκομμένοι από τον κόσμο και από τους άλλους ανθρώπους, αόρατοι, προσεκτικοί στις κινήσεις τους, σταθεροί, υπομονετικοί, περίεργοι, συγκεντρωμένοι, σαν μικροσκοπικοί νάνοι, γύρω από μία φλόγα που μόλις φωτίζει το βαθύ σκοτάδι. Βλέπουν, μέσα στην απόκοσμη σιωπή, και ακούν και μυρίζουν και αγγίζουν τα ορυκτά μυστήρια, την καρδιά και τον παλμό της Μάνας Γης, της Μητέρας Φύσεως.
Στην αρχή της εποχής των μετάλλων, κάποιοι από αυτούς αρχίζουν σιγά σιγά να μαθαίνουν στα εργαστήριά τους πώς να προσομοιώνουν το δράμα της ύλης που τους αποκαλύφθηκε στο εσωτερικό της γης.
Την άνοιξη, όταν ο Ήλιος επιστρέφει και η φύση οργιάζει, και ως την αρχή του φθινοπώρου, τότε που ο Χρυσός του κόσμου έχει ωριμάσει, μέσα στη νύχτα, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, πρωτόγνωρα χρώματα εμφανίζονται μέσα στα χωνευτήρια τους, λάμψεις απερίγραπτες. Ένα μαύρο που λαμπυρίζει εκτυφλωτικά, ένα λευκό μιας τέτοιας καθαρότητας που κάνει την ύλη να εξαερώνεται. Και ένα κόκκινο, που μοιάζει να συγκεντρώνει όλη τη δύναμη της ζωής.
Όλα αυτά τα ζουν με τη φαντασία τους. Δεν είναι απλοί παρατηρητές αλλά συμμέτοχοι. Βλέπουν δράκους και πολεμιστές ανάμεσα στις φλόγες, ουράνια και χθόνια βασίλεια να μάχονται. Βλέπουν μυστικούς γάμους και όντα θαυμαστά, να γεννιούνται, να πεθαίνουν, να ανασταίνονται.
Θα φτάσει η στιγμή που κάποιοι απ’ αυτούς θα κατανοήσουν τί βλέπουν, και μέσα στις μεταμορφώσεις του μεταλλικού μικρόκοσμου θα δουν και εκείνα που δεν φαντάστηκαν. Θα δουν ολόκληρη την περιστροφή του κοσμικού τροχού, και θα νιώσουν ακόμη και τρόμο, σαν αυτοί να την έχουν προκαλέσει. Παίζοντας με τη φωτιά θα δουν τη μυστική Ιστορία, την αρχή και το τέλος.
Όλα ξεκίνησαν από κάποια παιδιά που έπαιζαν ανέμελα.
  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ



Simon Pasieka, Mixture, 1998 (Μουσείο Φρυσίρα)

1.10.11

PANTARBUS – ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΛΙΘΟΣ ΚΑΙ ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ




Pre omnibus autem solaris est lapis, quem invenisse fertur Apollonius, nomine pantaura, qui alios lapides ad se trahit, quemadmodum magnes ferrum…
Πριν απ' όλους είναι ο λίθος ο ηλιακός, τον οποίον λέγεται ότι ανακάλυψε ο Απολλώνιος, ονομάζεται pantaura, που τους άλλους λίθους έλκει, όπως ο μαγνήτης τον σίδηρο...
De Occulta Philosophia, 1, 23

Στα ελληνικά λέγεται παντάρβη. Μυθική λίθος της Ανατολής, της «Ινδίας», αναφέρεται στις μαγικές διηγήσεις Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον του Φιλόστρατου και στα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου. Πέτρα θαυμαστών ιδιοτήτων, θα ήταν απίθανο να μην εμφανιστεί ως τάλισμαν. Και πράγματι, από την παντάρβη υποτίθεται ότι κατασκευάζονταν πανίσχυρα τάλισμαν που προστάτευαν αυτούς που τα φορούσαν από τη φωτιά: παντάρβη, πυρός μη τάρβει, λέει το αρχαίο λογοπαίγνιο («παντάρβην φορέουσα πυρός μη τάρβει...», Αιθιοπικά, 8, 11).

Ερυθρή ακτινοβόλος «μαγνητική» λίθος που έλκει όλες τις άλλες λίθους. Η μαγνησία των αλχημιστών, η παντάρβη αποκαλείται από τους Ερμητιστές του Μεσαίωνα lapis solaris (ηλιακή λίθος), η πέτρα που έλκει τον χρυσό και τους θησαυρούς του υπόγειου κόσμου. Οι Ερμητιστές χάρισαν στην παντάρβη και μία υπέροχη ονομασία: Pantaura, δηλαδή παν και αύρα, η αύρα του παντός, η των πάντων πνοή, η πνοή που έλκει τα πάντα. Και όχι τυχαία, η παράδοση υποδεικνύει ότι η παντάρβη ή ο παντάρβης λίθος μπορεί επίσης να είναι ο σμάραγδος, σύμβολο του Ερμή, του spiritus mundi, του «παγκόσμιου πνεύματος» το χρώμα του οποίου είναι πράσινο...

Η παντάρβη–pantaura έχει ονομαστεί και pantherus, ίσως σαν λογοπαίγνιο με την ονομασία της pantaura στο αρσενικό γένος, pantaurus. Ο Cornelius Agrippa γράφει στο De Occulta Philosophia ότι αποκαλείται pantherus (πάνθηρας) επειδή είναι κατάστικτη με χίλια χρώματα και ότι για τον ίδιο λόγο λέγεται και pantochras (παν και χρως). Εμφανίζει επομένως τα χαρακτηριστικά της Φιλοσοφικής Λίθου στο στάδιο εκείνο του Μεγάλου Έργου που αποκαλείται «ουρά του ταώ».
 


Από την αρχαιότητα, ήδη, η «λίθος που δεν είναι λίθος», όπως επαναλαμβάνουν οι αλχημιστές, που είναι και δεν είναι λίθος, εμφανίζεται με δύο ονόματα, πότε στο θηλυκό και πότε στο αρσενικό γένος, κάτι που δεν είναι βεβαίως συμπτωματικό και θα διατηρηθεί και στις λατινικές ονομασίες: Pantarbe (Παντάρβη) και Pantarbus (Παντάρβης). Άλλωστε, η ίδια η λέξη λίθος ανήκει και στα δύο γένη. Σύμφωνα με την παράδοση, όμως, η Φιλοσοφική Λίθος είναι στο τελικό στάδιο αρσενική. Στο στάδιο Rubedo, της Ερύθρωσης.
Αυτό είναι πολύ μεγάλο θέμα, γιατί είναι αυστηρά αρσενική η Φιλοσοφική Λίθος και όχι θηλυκή ή ερμαφρόδιτη, όπως σε προηγούμενα στάδια, συμβολικά μιλώντας πάντα. Δεν θα επεκταθώ, έχω αναφερθεί αλλού στο ζήτημα αυτό που αφορά μία συνολική θεώρηση της Παράδοσης. Σημειώνω απλώς ότι αυτός είναι ο λόγος που ο Cesare della Riviera, σε αυτό το αριστούργημα της ερμητικής ποιητικής που είναι το βιβλίο του με τίτλο Il Mondo Magico de gli Heroi (Ο Μαγικός Κόσμος των Ηρώων), αποκαλεί την Παντάρβη, που την ονομάζει Pentaura, Ηρωϊκή Λίθο, «λίθο των Ηρώων» –Ήρως είναι για τον della Riviera η καταλληλότερη ονομασία του Ερμητικού Φιλοσόφου. Αυτή η Pentaura, να είναι μόνον μία παραφθορά της Pantaura, ή τυπογραφικό λάθος; Ή μήπως όντως αποτελείται από τις λέξεις πέντε και αύρα, και ο συγγραφέας την χρησιμοποιεί ως μία ακόμη εναλλακτική ονομασία της πεμπτουσίας, του αιθέρα. Ο πανθορών αιθέρας, που παρακολουθεί και καταγράφει τα πάντα...

(Ή, για το προσαρμόσω στη νοοτροπία της εποχής μας, με κίνδυνο να πω ανακρίβειες ή, ακόμη χειρότερα, ψέματα: ο αιθέρας στον οποίον καταγράφονται τα πάντα.)

Είναι πιθανό από την ονομασία pantherus, στο θηλυκό γένος panthera, να προήλθε ένα ακόμη συμβολικό λογοπαίγνιο για την Παντάρβη, η λέξη Pantheora, που θα μπορούσε να προέρχεται από το «πανθ’ ορά» και να σημαίνει αυτή που παν θεόν ορά ή παν θεών ορά, που βλέπει όλους τους θεούς, που παρακολουθεί τις υποθέσεις τους. Pantheora είναι τότε ο πανθορών οφθαλμός, δηλαδή η Κόρη, η Κόρη Κόσμου, όπως είναι ο τίτλος μίας γνωστής ερμητικής πραγματείας. Αλλά η Pantheora δεν παραπέμπει φωνητικά στην Πανθαύρα, η οποία και έγινε στη μεταγραφή της στα λατινικά Pantaura; Το περίεργο αυτό όνομα της Παντάρβης βρίσκεται σε ένα ποίημα του 16ου αιώνα που τιτλοφορείται Aenigma della pietra phisica (Αίνιγμα της φυσικής πέτρας). Ο γιατρός Lorenzo Ventura, που το  έχει συνθέσει, αφήνει να υπονοηθεί ότι Pantheora σημαίνει πανωραία, καθώς γράφει «Pantheora λέγεται, αν και στην όψη ευτελής» και συνεχίζει ακολουθώντας την παραδοσιακή περιγραφή της πρώτης ύλης των αλχημιστών: «περνιέται από πολλούς για άχρηστη και τιποτένια». Από το έργο αυτό της ιταλικής ερμητικής παράδοσης, που περιέχει συνοπτικά όλα όσα πρέπει να γνωρίζει κανείς για την Παντάρβη–Pantheora, μεταφράζω ένα απόσπασμα:

Στην Ινδία (το πιο θερμό μέρος του κόσμου)
Γεννιέται πέτρα τέτοια που μέσα της κλείνει
Δυνάμεις απεριόριστες, που προέρχονται από τον ουρανό:
Pantheora λέγεται, αν και στην όψη ευτελής
Περνιέται από πολλούς για άχρηστη και τιποτένια.
Μόνον οι Εκλεκτοί κι όσοι δοσμένο το έχουν απ’  τη φύση
Γνωρίζουν εξ άλλων μυστικών το αίμα της να εξορύξουν
Με τέχνημα που όμοιό του δεν υπάρχει.
Και επειδή μες σ’ αυτήν υπάρχει Υδράργυρος και θείον,
Χρυσός και Άργυρος, όχι εκείνα που όλοι ξέρουν,
Αλλά χυμός ουράνιος θερμός, λιπαρός
Με το γαιώδες μέρος καθαρό, ψυχρό και ξηρό,
Ενωμένα κατά τρόπο θαυμαστό,
Ψυχή, πνεύμα και σώμα, τέσσερα και ένα...

Σε αυτή την περιγραφή, πρέπει να προσθέσουμε και τα όσα αποκαλυπτικά αφηγείται ο Ιάρχας, ο Ινδός σοφός, στον περιπλανώμενο Απολλώνιο τον Τυανέα. Είναι μία από τις πιο ωραίες περιγραφές της Φιλοσοφικής Λίθου που προέρχονται από την αρχαιότητα. Ο θρύλος και η αναζήτηση του θαυμαστού, τα ορυκτά μυστήρια και η Ιερή Τέχνη της Αλχημείας, όλα αυτά συνυπάρχουν στο πρωτότυπο κείμενο και μεταδίδονται, και μία μεταγραφή στη σημερινή μορφή της γλώσσας μας πρέπει να τα αποδώσει, στο μέτρο του δυνατού:
«...Κυοφορείται μέσα στην κούφια γη [εν γη κοίλη] σε βάθος τέσσερεις οργιές. Κατά τη διάρκεια της κυοφορίας της παράγει μία τέτοια πνοή [πνεύμα] που η γη φουσκώνει και σε πολλά σημεία ρηγματώνεται. Δεν μπορεί κανείς να τη βρει αναζητώντας την, γιατί ξεφεύγει [αποδιδράσκει], αν δεν εξαχθεί με γνώση [μετά λόγου]. Αλλά μόνον εμείς, με τα κατάλληλα έργα και λόγια, μπορούμε να εξορύξουμε την παντάρβη: αυτό είναι το όνομά της. Τη νύχτα φωτίζει σαν να είναι ημέρα, όπως η φωτιά, γιατί έχει τα χρώματα της φλόγας και ακτινοβολεί. Αν την κοιτάξει κάποιος κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι εκτυφλωτική, με αναρίθμητες μαρμαρυγές. Το φως της είναι διάχυση μιας ανείπωτης έντασης, καθετί που βρίσκεται κοντά το έλκει προς τη δική της φύση [τ δ ν ατ φς πνεμά στιν ρρήτου σχύος, πν γρ τ γγς σποιε ατ]...» (Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον, 3, 46)

Δεν μπορεί κανείς να βρει την Παντάρβη (ή την πέτρα του Γκράαλ) απλά αναζητώντας την, διδάσκει ο Ιάρχας τον Απολλώνιο, γιατί αυτή ξεφεύγει, αποδιδράσκει, όπως γράφει το πρωτότυπο κείμενο, ξεγλιστράει, «γλιστράει από τα χέρια». Έχει μία ζωή δική της. Θέλει μία τέχνη λεπτή, για να εξορύξεις αυτή την πέτρα που δεν είναι πέτρα, φαίνεται να λέει ο Ινδός. Γιατί, σύμφωνα με τον σαφή υπαινιγμό, η Παντάρβη είναι, σε αυτό το σημείο, ο Υδράργυρος, το ασταθές και πτητικό «αργύριον ύδωρ». Χρειάζεται μία τέχνη και μία λογική παράδοξη για να συλλάβεις κάτι που είναι «φεύγον αεί» (αεικίνητον!) όπως λέει ο αλχημιστής Ζώσιμος, ο όποιος μάλιστα είχε δώσει σε μία πραγματεία του τον τίτλο Περί Δεσμεύσεως της Κόρης : «...ίνα δεσμεύσωμεν την φυγαδοδαίμονα κόρην δια χειρών». Φυγαδοδαίμων Κόρη και Αταλάντη Φεύγουσα (Atalanta Fugiens), η Παντάρβη που ανακάλυψε ο Απολλώνιος είναι η Άρτεμις. Πέτρα λευκή, ως Κόρη, και μαύρη πέτρα – λυδία λίθος – ως Μητέρα, είναι η Λατώ (Λητώ), μητέρα της Άρτεμης και του Απόλλωνα. Μητέρα της σεληνιακής λίθου και της ηλιακής λίθου, η μαύρη πέτρα, λίθος μέλαινα, είναι το ζωντανό σύμβολο του αρχέγονου Χάους στον ορυκτό και μεταλλικό μικρόκοσμο. Και εδώ ο κύκλος των μεταμορφώσεων της Λίθου ολοκληρώνεται. 




Στην αλχημεία του λόγου, alchimie du verbe, αυτή καθ’ αυτή, που ονομάζεται ποίησις, ισχύουν οι ίδιοι ή ανάλογοι νόμοι. Στο εμβληματικό ποίημα του Στέφαν Γκεόργκε που τιτλοφορείται ακριβώς Das Wort (Η λέξη) και είναι ένα ποίημα για την ποίηση, ο ποιητής αφηγείται ένα συμβάν που σημάδεψε την επιστροφή του από ένα μοναχικό ταξίδι στην ποιητική χώρα, στον τόπο εκείνο όπου ισχύουν άλλοι νόμοι, παράδοξοι, ακατανόητοι. Είχε ταξιδέψει, για μία ακόμη φορά, «με θαύματα κι όνειρα μακρινά» στη γη του. Έτσι την αποκαλεί, «η γη μου», με αυτή την κτητική αντωνυμία που κατά παράδοση χρησιμοποιούν οι Ερμητιστές για να αναφερθούν στη φιλοσοφική γη και σε όλα όσα ανήκουν στη μυστική περιοχή της τέχνης τους: η γη μας, ο υδράργυρός μας, η μαγνησία μας, η Λατώ μας, η πέτρα μας (λίθος των φιλοσόφων που το Έργο θα μετατρέψει σε λίθο φιλοσοφική) και τα λοιπά. Κάθε φορά που επιστρέφει ο ποιητής, φέρνει μαζί του ένα κειμήλιο, έναν θησαυρό, αυτά που ανακάλυψε περιπλανώμενος στην ποιητική ενδοχώρα. Και έρχεται η ώρα που θα πρέπει να δώσει ένα όνομα, η ώρα κατά την οποία το κειμήλιο θα γίνει ποίημα, ο άγνωστος θησαυρός της χώρας των θαυμάτων θα φιλοξενηθεί στη χώρα των ανθρώπων.

Αλλά γιατί θα πρέπει ο θησαυρός να βρει έναν τόπο σε αυτήν εδώ τη γη; Δεν θα μπορούσε να παραμείνει ένα ιδιωτικό κειμήλιο; Και τί σημασία θα είχε η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα; Ο Χαίλντερλιν, αυτός ο δεινός δύτης του ποιητικού βυθού που προηγήθηκε του Γκεόργκε, λέει:

Μιλήσατε με τη θεότητα, αλλά ξεχάσατε όλοι αυτό, ότι οι πρώτοι καρποί δεν είναι για θνητούς, ότι ανήκουν στους θεούς. Ο καρπός πρέπει να γίνει πρώτα πιο κοινός, πιο καθημερινός, τότε μόνον θα ανήκει στους θνητούς

Σχολιάζοντας τον αποσπασματικό αυτό λόγο, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, που είχε αφιερώσει στον Χαίλντερλιν όχι λιγότερο χρόνο από εκείνον που είχε αφιερώσει στους φιλοσόφους, σημειώνει ορισμένα συμπεράσματα για τη γλώσσα εν γένει αλλά και για τον τρόπο που αυτή βιώθηκε τόσο μέσα στις ποιητικές όσο και στις φιλοσοφικές παραδόσεις. Και μάλιστα, σε ό,τι αφορά ειδικότερα το θέμα μας, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διευκρινήσεις του Χάιντεγκερ επαληθεύονται από την ερμητικο–αλχημική γραμματεία, ακριβώς επειδή αυτή διαμορφώθηκε μέσα στους αιώνες σε ένα ενδιάμεσο πεδίο όπου συναντιούνται η ποίηση, η μυθολογία, η επιστήμη και η φιλοσοφία. Όποιος επιθυμεί να μελετήσει τα αλχημικά βιβλία, που είναι βιβλία φιλοσοφικά, αφιερωμένα στην αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου, ας έχει κατά νου τις γραμμές που ακολουθούν: «Η γλώσσα εκφράζεται τόσο με τον λόγο τον πιο αποκρυσταλλωμένο και τον πιο άδηλο, όσο και με τον λόγο τον πιο κοινό ή συγκεχυμένο. Πράγματι, ακόμη και ο πιο ουσιαστικός λόγος, αν πρόκειται να κατανοηθεί και να γίνει έτσι κτήμα όλων, πρέπει να γίνει κοινός...Το αποκρυσταλλωμένο και το κοινό συνιστούν κάτι το ειπωμένο. Η λέξη ως λέξη ποτέ δεν προσφέρει κάποια χειροπιαστή εγγύηση ότι είναι μία λέξη ουσιαστική ή μία απάτη. Το αντίθετο, μία ουσιώδης λέξη, μέσα στην απλότητά της, συχνά φαίνεται ασήμαντη» (βασίζομαι στη μετάφραση του Keith Hoeller, Elucidations of Hölderlins Poetry, 2000, σελ. 55)

Για να επιστρέψω στο ποίημα του Γκεόργκε, η κατονομασία είναι μία διαδικασία που περιγράφεται με μία γλώσσα εξίσου συμβολική και η ανάλογη εικονοπλασία παραπέμπει σε μυστική τελετή. Ο περιπλανώμενος φέρνει το κειμήλιο και το αποθέτει σε έναν τόπο όπου βρίσκεται μία πηγή, δίπλα σε ένα άλσος, μπορούμε να φανταστούμε, δηλαδή μέσα στη Μαγική Γη και συγκεκριμένα στο όριο που χωρίζει, και ενώνει, τις δύο περιοχές. Εκεί τον περιμένει η «ζοφερή Νόρνη» («η Μοίρα η τεφρή» αποδίδει η Έλενα Νούσια στη μετάφρασή της). Η Νόρνη αποκαλείται έτσι γιατί προφανώς είναι καλυμμένη με πέπλο, όπως η Donna Velata που εμφανίζεται στο όνειρο του Σολωμού. Σκοτεινή και απόκρυφη, κατ’ ουσίαν αόρατη, αυτή η μορφή δεν είναι άλλη από την Dark Lady, τη Δέσποινα των Λογισμών στην οποία αφιέρωσε τα σονέτα του ο Σαίξπηρ. Και δεν είναι άλλη από τη μυστική αδελφή στο Άσμα Ασμάτων, η οποία, αν και είναι κατάμαυρη, καμένη από τη λαύρα του Ηλίου, είναι όμορφη: «μέλαινά ειμι εγώ και καλή...μη βλέψητέ με ότι εγώ ειμι μεμελανωμένη, ότι παρέβλεψέ με ο ήλιος...» Σε αυτούς τους στίχους, οι αλχημιστές είδαν την περιγραφή της πέτρας τους, της πρώτης ύλης η οποία κατά τη διάρκεια του Έργου θα λευκανθεί. Είναι μαύρη απ’ έξω και λευκή από μέσα. Παρθένος και μητέρα. Είναι η Μητέρα του Χριστού, η μητέρα του Χρυσού, η Μαύρη Κυρία (Μαύρη Μαντόνα), η Κυρία του Μεγάλου Σπηλαίου.

Η Νόρνη κοιτάζει μέσα στην πηγή, όπου αντανακλάται το είδωλο του θησαυρού, για να βρει το μυστικό όνομα, τη Λέξη, και να τη χαρίσει στον ποιητή. Φαίνεται ότι εφαρμόζει ένα ιδιότυπο είδος υδατομαντείας, μία μορφή κατοπτρομαντείας: κοιτάζει μέσα στον δικό της βυθό. Άραγε τί να εμφανίζεται εκεί;

Ο θησαυρός είναι ένα αντικείμενο που έχει παράξενη φύση, ένα πράγμα ρευστό, σαν να υπάρχει και να μην υπάρχει ταυτόχρονα. Σαν ένα νερό που δεν βρέχει τα χέρια, όπως περιγράφουν οι αλχημιστές τον υδράργυρό τους... Όταν όμως η Νόρνη του δώσει όνομα, το όνομα που προσιδιάζει στην εσώτερη φύση του, τότε ο ποιητής μπορεί να το αδράξει, να το πιάσει σφιχτά στα χέρια του. Τότε αυτό αρχίζει να ακτινοβολεί και μαζί του ακτινοβολούν τα πάντα.

Να πώς ακούγεται στα ελληνικά, στην ωραία μετάφραση της ποιήτριας Έλενας Νούσια, ολόκληρο το ποίημα του Στέφαν Γκεόργκε:

Η λέξη

Με θαύματα κι όνειρα μακρινά
Στης γης μου έφτανα τα μέρη τ’ ακρινά

Και καρτερούσα η Μοίρα η τεφρή
Μες στην πηγή της τ’ όνομα να βρει –

Τότε σφιχτά μπορούσα να τ’ αδράχνω και γερά
Ανθούν τώρα στα πέρατα όλ’ αστραφτερά...

Κάποτε από ταξίδι έφτασα καλό
Μ’ ένα κειμήλιο πλούσιο κι απαλό

Μίλησε κι είπε ώρα σαν έψαξε πολλή:
«Τίποτε στο βυθό εδώ δεν κοιμάται τον βαθύ»

Τότε ’κείνο μέσ’ απ’ τα χέρια μου γλιστρά
Που η γης μου πια το θησαυρό ποτέ δεν αποκτά...

Πενθώντας την παραίτηση έμαθα έτσι:
Πράγμα κανένα πως δεν είναι όπου λείπει η λέξη.

Η εμπειρία του Γκεόργκε επαληθεύει απολύτως τη συμβολική της Ερμητικής Παράδοσης αλλά και ολόκληρης της παραδοσιακής ποιητικής. Η Λίθος ή, κατ’ αναλογία, η μυστική Λέξη είναι δώρο της Νύμφης, της Μητέρας Φύσεως. Αν η Μούσα δεν δωρίσει το όνομα, τότε ο θησαυρός περνάει στην ανυπαρξία και η γη του ποιητή μένει Έρημη Χώρα.
Μούσα, μοι έννεπε...

Δημήτρης Τσουμάνης






ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΝΕΛΛΗ (PERFORMANCE, ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ) ΚΑΙ ΤΟΥ SIMON PASIEKA (ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ)

2.9.11

ΣΥΝΩΜΟΣΙΟΛΟΓΙΑ

Λίγα λόγια για ένα παρεξηγημένο θέμα

Σπουδή πάνω στη σπουδή του Φράνσις Μπέικον πάνω στο 
πορτραίτο του Πάπα Ιννοκέντιου του Βελάσκεθ  του Peter Nilsson 

Πρώτα απ’ όλα, για να ξεκαθαρίσουμε μια παρανόηση που διακατέχει ιδίως εκείνους που απορρίπτουν ολοκληρωτικά τις θεωρίες συνωμοσίας: η συνωμοσιολογία δεν είναι μία αυστηρά συγκεκριμένη υποκουλτούρα. Είναι πιο ακριβές να πούμε ότι εκδηλώνεται και ως υποκουλτούρα, καθώς και ότι διαδίδεται μέσα από διαφόρων μορφών υποκουλτούρες.
Οι μέθοδοι και τα εργαλεία της συνωμοσιολογίας, πολύ πριν χρησιμοποιηθούν για να διατυπωθούν δημόσια οι θεωρίες συνωμοσίας που όλοι ξέρουμε, ήταν –και εξακολουθούν να είναι– σε χρήση από χώρους εξουσίας και επιρροής, ιδιαίτερα μάλιστα στην καυτή περιοχή της γεωπολιτικής, και στον χώρο εκείνο που θα μπορούσε να ονομαστεί παράλληλη διπλωματία.
Ως λογοτεχνικό είδος, η συνωμοσιολογία γεννήθηκε μέσα στο Βατικανό, στους χώρους της Καθολικής Εκκλησίας και στη μεγάλη κίνηση της Αντιμεταρρύθμισης, με πρωτεργάτες τους Ιησουίτες, οι οποίοι στη συνέχεια ανέλαβαν να πολεμήσουν οργανωμένα ενάντια στους φορείς της νέας εποχής, τον Διαφωτισμό και τον Τεκτονισμό (για την ακρίβεια, ενάντια σε έναν Τεκτονισμό που είχε ταχθεί στην απόλυτη υπηρεσία του Διαφωτισμού). Τα πορίσματα των ερευνών του ιησουϊτικού τάγματος έπρεπε να υποστούν επεξεργασία προκειμένου να παρουσιαστούν δημόσια, ακολουθώντας βέβαια τους κανόνες της προπαγάνδας που οι Ιησουίτες κατέχουν τόσο καλά (αν δείτε όμως την αλληλογραφία της εποχής, παραδείγματος χάρη για την περίπτωση Καλιόστρο, εκεί τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά). Βεβαίως, αυτοί που βγήκαν να συνωμοσιολογήσουν δεν το έκαναν στο όνομα των Ιησουϊτών αλλά στο όνομα του Πάπα και της Εκκλησίας ή στο όνομα του βασιλιά και της τάξης.
Αλλά όπως κάθε συνωμοσία, η συνωμοσιολογία  (γιατί είναι συνωμοσία, μικρή ή μεγάλη, αφού είναι μια ιδιόμορφη οργανωμένη πολεμική) μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τα χέρια των εμπνευστών της και να μετατραπεί σε κάτι άλλο που ενδέχεται να διαστρέφει εντελώς τις αρχικές προθέσεις. Ο ιθύνων νους και ο εκτελεστής δύσκολα ταυτίζονται από κάθε άποψη. Έτσι, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι  βασικές παρανοήσεις γύρω από την πραγματικότητα των συνωμοσιών, παρανοήσεις που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, προέρχονται από την εποχή εκείνη. Σαν, από τη γέννησή της ήδη, η μοίρα της συνωμοσιολογίας να είναι να μας παρουσιάζει μια διαστρεβλωμένη εικόνα των πραγματικών συνωμοσιών που εξυφαίνονται γύρω μας. Αλλά το ότι είναι διαστρεβλωμένη η εικόνα δεν πάει απαραίτητα να πει ότι είναι και εντελώς ανυπόστατη ή ψεύτικη...

Ο πρώτος μεγάλος συνωμοσιολόγος είναι ο Joseph de Maistre (1753–1821) και ίσως παραμένει ακόμη ο καλύτερος. Ο De Maistre είναι αυτός που έγραψε ότι:

...tous ces ennemis du genre humain reunis…descendent de Bacon
...όλοι αυτοί οι εχθροί του ανθρώπινου γένους μαζί...βαστούν από τον [Φράνσις] Μπέικον
(Examen de la philosophie de Bacon, τομ. 2)

Joseph de Maistre

Η φρασεολογία είναι τυπικά συνωμοσιολογική. Αλλά το υπόβαθρο που υπάρχει πίσω από όλη την σκέψη του De Maistre είναι κάτι που το στερούνται απολύτως οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, από τους σύγχρονους συνωμοσιολόγους της μόδας. (Διαβάστε οπωσδήποτε το Κατά της Γαλλικής Επαναστάσεως που έχει κυκλοφορήσει από τον Καστανιώτη. Ή, τί να πει κανείς για τους «Διαλόγους της Αγίας Πετρούπολης», με μια φράση–κλειδί από τους οποίους κλείνει το Le Roi du Monde του Γκενόν;)

Αφήνοντας κατά μέρος την ανεξερεύνητη, σε βαθμό ανυπολόγιστο, βιβλιοθήκη του παράξενου 19ου αιώνα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σε εποχές πιο κοντινές προς τη δική μας τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Με εξαίρεση ορισμένες έρευνες και μελέτες, δυσεύρετες ή σπάνιες, οι οποίες δεν έχουν γραφτεί από κανέναν από τους γνωστούς συνωμοσιολόγους, η αυθεντική συνωμοσιολογία δεν εκπέμπεται μέσα από συνωμοσιολογικά βιβλία όπως οι περισσότεροι νομίζουν. Η αυθεντική συνωμοσιολογία, δηλαδή εκείνη πίσω από την οποία υπάρχει ένα ολοκληρωμένο υπόβαθρο, έχει εκπεμφθεί κυρίως μέσα από δημοφιλή μυθιστορήματα, και μάλιστα μέσα από εκείνα τα φαινομενικά «αθώα» φτηνά βιβλία τσέπης. Οξύμωρο, ναι, αλλά θα αρκούσε να αναφέρω τα δεκάδες αστυνομικά και κατασκοπικά βιβλιαράκια που φέρουν την υπογραφή του Claude Rank, ψευδώνυμο ενός ή μάλλον περισσότερων συγγραφέων εξασκημένων στο λογοτεχνικό ή παραλογοτεχνικό, πείτε το όπως θέλετε, καμουφλάζ... Το γεγονός ότι οι σημερινοί συνωμοσιολόγοι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν έχουν καν ακούσει το όνομα Claude Rank, δείχνει και τον βαθμό της άγνοιας που έχουν πάνω στο ίδιο τους το αντικείμενο.


Αλλά, ούτως ή άλλως, η χρυσή εποχή της συνωμοσιολογίας έχει προ πολλού περάσει. Και μετά τον θάνατο του Jean Parvulesco, που μετάλλαξε τη συνωμοσιολογία και την απογείωσε σε αφάνταστα, πριν τη δική του παρέμβαση, επίπεδα, έχει ουσιαστικά ολοκληρώσει τον κύκλο της. (Πρόσφατα απέκτησα το Palissade Indigo, που είχε κυκλοφορήσει σε περιορισμένα αντίτυπα, στο οποίο ο Parvulesco μετατρέπει την μετα–συνωμοσιολογία του σε σκηνικό έργο για τρεις άντρες και τρεις γυναίκες ηθοποιούς: «Επιστροφή λοιπόν στις λησμονημένες απαρχές του θεάτρου ως μαγικού εγχειρήματος κοσμικά ενεργού»)

Dennis Wheatley

Χρυσή εποχή είναι εκείνη στην οποία κυκλοφόρησαν βιβλία όπως αυτά του Dennis Wheatley –ειδική μνεία πρέπει να γίνει όχι μόνο στο κλασικό The Devil Rides Out αλλά και στο The Haunting of Toby Jugg. Το υπόβαθρο ορισμένων από τις δημοφιλείς λογοτεχνικές δημιουργίες του Wheatley είναι πραγματικές έρευνες που έγιναν από ορισμένες ομάδες που είχαν σχηματιστεί στο εσωτερικό της Golden Dawn, της μυστικής οργάνωσης της οποίας το εξωτερικό τμήμα έγινε αργότερα γνωστό με την ονομασία Golden Dawn in the Outer. (Επαναλαμβάνω: πραγματικές έρευνες και όχι, όπως υποθέτουν διάφοροι μελετητές, απλές αναφορές σε σύμβολα της οργάνωσης. Από τον Wheatley είναι ολοφάνερο ότι έχει επηρεαστεί ο Γιώργος Μπαλάνος, στα βιβλία του οποίου, ιδιαίτερα στις Νύχτες της Εκάτης, είναι ολοφάνερη και μία επιθυμία αναβίωσης του κλίματος της εποχής εκείνης)

Παρά τα όσα ισχυρίζονται όσοι απορρίπτουν ολοκληρωτικά τη συνωμοσιολογία, η συνωμοσιολογία δεν είναι, όπως είπαμε, μια υποκουλτούρα στο περιθώριο της κυρίαρχης κουλτούρας: ενώ διαδίδεται μέσα από διάφορες υποκουλτούρες, οι μέθοδοι και τα εργαλεία της προέρχονται από χώρους που έχουν κεντρικό και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού. Η δυσπιστία των ορθολογιστών, είτε δικαιολογημένη είναι αυτή είτε αβάσιμη, αφήνει άθικτο το γεγονός ότι παντός τύπου σχηματισμοί, οργανώσεις και λέσχες υιοθετούν συχνά έναν τρόπο σκέψης, ανάλυσης και έρευνας ανάλογο με αυτόν των συνωμοσιολόγων. Αν και, στους χώρους εξουσίας και επιρροής, αυτός ο τρόπος σκέψης είναι απαλλαγμένος από τις υπερβολές και τις φαντασμαγορίες των συνηθισμένων θεωριών συνωμοσίας, εντούτοις απέχει πάρα πολύ από τον ορθολογισμό όσων είναι εξ ορισμού αρνητικοί απέναντι στη συνωμοσιολογία. Αυτοί οι τελευταίοι, δεν ανέχονται την ιδέα της ύπαρξης ενός μη–ορθολογικού στοιχείου στον πυρήνα ενός ορθολογικού πολιτισμού, κλείνουν τα μάτια και, επιτιθέμενοι ενάντια στις θεωρίες συνωμοσίας, φαντάζονται ότι το εξορκίζουν. Σε τελική ανάλυση, η κριτική των ορθολογιστών είναι αφελής, προϊόν άγνοιας ή ημιμάθειας και σοβαρών προκαταλήψεων που τους στερούν τη δυνατότητα να αντιληφθούν την πολύμορφη πραγματικότητα που τους περιβάλλει (χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο Θεωρίες Συνωμοσίας των εκδόσεων Πόλις, στο οποίο ο συγγραφέας αδυνατεί να συγκροτήσει κάποια βασικά έστω κριτήρια που να έχουν σχέση με την πραγματικότητα και όχι με τις δικές του νοητικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι περισσότερες θεωρίες συνωμοσίας δεν είναι αφελείς. Είναι αφελείς, παραπλανητικές και αρκετά βλακώδεις, σχεδόν όλες οι δημοφιλείς και διαδεδομένες θεωρίες συνωμοσίας. Βέβαια, υπάρχουν και ορισμένες θεωρίες που παρουσιάζονται από σκοπιμότητα με ένα αφελές προσωπείο, που ενδέχεται να μασκαρεύει σοβαρές υποθέσεις, συμπεράσματα, υποψίες και ανακαλύψεις, έτσι δεν είναι πάντοτε εύκολο να διακρίνεις.
Το χειρότερο είδος συνωμοσιολόγου διακρίνεται από μακριά: είναι αυτός που έχει μία απάντηση για όλα μόνο μία.
Το χειρότερο είδος συνωμοσιολογίας, το οποίο είναι και πολύ της μόδας σήμερα, είναι εκείνο στο οποίο διάφοροι, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, επιδιώκουν να βεβηλώσουν σύμβολα των πνευματικών παραδόσεων, τα οποία και δεν κατανοούν ολοσδιόλου μέσα στην απύθμενη συσκότιση στην οποία βρίσκονται.

Σε ένα υψηλότερο επίπεδο, η συνωμοσιολογία θα έπρεπε να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο (κι αυτό συμβαίνει τόσο σπάνια!), σε ένα υψηλότερο επίπεδο η συνωμοσιολογία δεν θα έπρεπε να ξεχωρίζει από οποιαδήποτε άλλη μορφή στοχασμού: οι τελευταίοι άνθρωποι του Νίτσε, που εφηύραν την ευτυχία, η βασιλεία της ποσότητας του Ρενέ Γκενόν, οι σημειώσεις του Έβολα για τον «απόκρυφο πόλεμο», ο Ρ. Αμπελλιό ή και ο Σπένγκλερ (αν και τα κριτήρια με τα οποία κατηγοριοποιεί τους πολιτισμούς είναι αμφίβολα), για να αναφέρω μόνο μερικά παραδείγματα.

Πίσω και πέρα από τις συνωμοσιολογίες; Οι πραγματικές συνωμοσίες. Και οι πλέον δραστικές; Αυτές που μπορούν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχουν.
 Δημήτρης Τσουμάνης 

φωτόγραμμα από το 12 Monkeys του Τέρι Γκίλιαμ


28.8.11

Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η PUTREFACTIO


ΠΟΛΗ–ΠΟΛΟΣ
Κανείς δεν έχει δει ποτέ του μία πόλη. Οι αποκαλούμενες «πόλεις» δεν είναι στ’ αλήθεια πόλεις. Χρησιμοποιούμε μία λέξη που δεν γνωρίζουμε τη σημασία της, που την έχουμε ξεχάσει, για να ονομάσουμε, ελλείψει ενός καταλληλότερου όρου, κάτι που δεν είναι πόλη, αλλά μη–πόλη. Καθένας που κατοικεί στη μη-πόλη είναι ά–πολις, δηλαδή εκτός του πόλου. Ενώ, αντίθετα, πολίτης είναι αυτός που έχει μυηθεί στο πόλισμα, στις διεργασίες μέσω των οποίων οικοδομείται η πόλις–πόλος, διεργασίες όχι απλώς κατασκευαστικές αλλά μαγικο–θρησκευτικές, στις οποίες προίστανται οι πολιτάρχες, οι πολισσονόμοι και οι πολιτοφύλακες. Το σύνολο των παραδόσεων μέσω των οποίων πολιτίζεται μια κοινότητα, δηλαδή πολώνεται, διαφοροποιείται εσωτερικά και ιεραρχείται, ονομάζεται πολιτεία. Η καρδιά, ο πυρήνας, της Πολιτείας είναι τα «Μυστήρια του Πόλου».
Τα Μυστήρια του Πόλου δεν είναι ούτε αμιγώς θρησκευτικά ούτε αμιγώς μαγικά, αλλά η σύνθεση των δύο. Αυτή η σύνθεση των μαγικών και των θρησκευτικών παραδόσεων και πρακτικών, είναι το υψηλότερο επίτευγμα των αρχαίων πολιτισμών. Οι θρησκευτικές πρακτικές, εκκινώντας από τη βάση της οργανικής ενότητας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, επιτυγχάνουν μια πρώτη διαφοροποίηση των μελών της κοινότητας, μια πρώτη πόλωση,  εγκαθιδρύοντας νόμους και απαγορεύσεις. Τα όρια ανάμεσα στο είναι και στο μη–είναι χαράσσονται με τρόπο αυστηρό. Πέρα από την κλίμακα του οικείου, με όλες τις διαβαθμίσεις στις οποίες το φύλο και η ηλικία είναι καθοριστικοί παράγοντες, αρχίζει η περιοχή του αγνώστου, τα ταμπού σημαδεύουν τα όρια ανάμεσα στις δύο περιοχές. Πέρα από την κλίμακα του οικείου, αρχίζει η περιοχή του ιερού, του ιερού καθ’ εαυτού, που είναι σιωπηλό και ανεξιχνίαστο, καθώς και η περιοχή του ανίερου, σηματοδοτημένη και αυτή με αυστηρότητα.


Πολύ διαφορετικά είναι τα πράγματα στις μαγικές παραδόσεις. Αυτές δεν απευθύνονται στο σύνολο της κοινότητας, αλλά σε επίλεκτους οι οποίοι δοκιμασμένα μπορούν να κάνουν ένα ή περισσότερα βήματα προς τις επικίνδυνες περιοχές, πέρα από τα όρια που αυθαίρετα, αλλά σοφά, έχουν χαράξει οι θρησκευτικοί λειτουργοί (οι ίδιοι οι μάγοι), για την προστασία της κοινότητας όχι από δυνάμεις φανταστικές αλλά από ενεργές δυνάμεις των οποίων η εσώτατη φύση εκ των πραγμάτων διαφεύγει από τις ψυχο-νοητικές ικανότητες του ανθρώπου. Στις μαγικές πρακτικές, η επαφή με αυτές τις μη–ανθρώπινες δυνάμεις είναι γεγονός και οι νόμοι που διέπουν τη μαγική μεταμόρφωση είναι πολύ συγκεκριμένοι, λαμβάνοντας υπ’όψιν όλους τους κινδύνους που ενέχει αυτό το άνοιγμα προς αλλότρια πεδία.
Οι μαγικο–θρησκευτικές παραδόσεις εγκαθιδρύουν μια τρίτη κατάσταση, την πλέον καθοριστική για κάθε ανθρώπινη πραγματικότητα, του παρελθόντος ή του μέλλοντος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ιερείς–μάγοι, ή οι βασιλείς–μάγοι, ή οι βασιλείς-ιερείς, χρησιμοποιούν τη μαγεία προς όφελος της κοινότητας. Ο μάγος–ιερέας είναι ο πρώην άπολις, που επιστρέφει από τις επικίνδυνες για την κοινότητα περιοχές «εκτός πόλου», για να εγκαθιδρύσει έναν νέο πόλο, μαγικό και θρησκευτικό: την πόλη. Το πεδίο εφαρμογής της μαγείας είναι σε αυτή την περίπτωση πολύ πιο εκτεταμένο και ακαθόριστο από το πεδίο των μαγικών παραδόσεων αυτών καθ’ αυτών. Έχουν δηλαδή στα χέρια τους ένα επικίνδυνο όπλο, το πιο επικίνδυνο όπλο. Χειρίζονται μια δύναμη, η κατάχρηση της οποίας μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα –και όχι μόνον στην περιορισμένη κλίμακα της ανθρώπινης δράσης.
Οι μεγάλοι αρχαίοι πολιτισμοί αναδύθηκαν μέσα από τις μαγικο–θρησκευτικές παραδόσεις. Τα αινίγματα που αυξάνουν και πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο, και που οι πολιτισμοί αυτοί θέτουν ακόμη και στα πλέον ορθολογισμένα μυαλά, κρύβουν τα μυστικά των μαγικο–θρησκευτικών παραδόσεων, τα μυστικά του Πόλου. Η ίδρυση μιας πόλης είναι μια μαγικο–θρησκευτική πράξη, γιατί είναι η εγκαθίδρυση ενός πόλου, δηλαδή ενός ακίνητου σημείου γύρω από το οποίο κινείται ένας άξονας. Η πόλη είναι, με άλλα λόγια, αιωνιότητα κινούμενη, δεν είναι ένας λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένος οργανωμένος οικισμός. Η πόλη δεν είναι εκτροφείο «εξελιγμένων» ζώων.

PUTREFACTIO
Οι τελευταίες εκλάμψεις των μαγικο–θρησκευτικών παραδόσεων στη δυτική πλευρά της Ευρασίας εκδηλώνονται στον Μεσαίωνα, στο βασίλειο της Ρωμανίας κατ’ εξοχήν, στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και στη δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη φάση του Ύστερου Μεσαίωνα, και, ως ένα βαθμό, στην εποχή της Αναγέννησης. Έκτοτε, με τη σταδιακή μετάλλαξη της αστικής τάξης που παίρνει την εξουσία, μια νέα εποχή αρχίζει. Είναι τότε, στο λυκόφως του Μεσαίωνα, που συντάχθηκαν ορισμένα ειδικά βιβλία, αληθινά γριμόρια –πριν η λέξη χάσει την αυθεντική της σημασία– με σκοπό να διδάξουν τα Μυστήρια του Πόλου, αλλά αυτό είναι ζήτημα μιας ξεχωριστής μελέτης.

η γκραβούρα, από την έκδοση του 1511 του De Architectura 
του Βιτρούβιου, παραπέμπει στα Μυστήρια του Πόλου

Παρατηρώντας τις μεγάλες μητροπόλεις της Ευρώπης, των οποίων η φυσιογνωμία καθορίστηκε κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα στοιχεία που αυτές διασώζουν ή αναβιώνουν από την μαγικο–αρχιτεκτονική παράδοση. Τα στοιχεία αυτά, προσαρμοσμένα στις ιδεοληψίες ή στις ιδεολογίες της νέας αυτής εποχής, λειτουργούν κυρίως στο επίπεδο της αναπαράστασης και της εικόνας, είναι κατά κύριο λόγο σύμβολα, σύμβολα κύρους ή στην καλύτερη περίπτωση πομποί μιας υπεροχικής αύρας, παρά μία αποτελεσματική υλοποίηση των συμβόλων που θα αγκάλιαζε κάθε σφαίρα της δημόσιας ζωής, το υψηλό όσο και το χαμηλό.
Αν υπήρξε κάποιος «πόλος» στα θέατρα αυτά της ευρωπαϊκής και εν τέλει της παγκόσμιας Ιστορίας, αυτός ήταν ένας πόλος σαθρός. Οι μητροπόλεις της νέας εποχής θα γιγαντωθούν έτσι με μια ταχύτητα που δεν έχει προηγούμενο. Το ιερό, που επιβίωνε ως τότε μόνον ως αναπαράσταση θα εκτοπιστεί οριστικά, αφού τα πάντα θα τα καταλάβει το τέρας αυτό που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «μάζα»...
Ο «μαζάνθρωπος» που κατοικεί στα απομεινάρια της πόλης–πόλου, είναι ο άπολις, δηλαδή ο ΑΠΟΛΙΣΤΟΣ (όχι απλώς ο «πολιτισμένος» απολίτιστος), που ενδιαφέρεται μόνον για τις δικές του μικρές υποθέσεις. Η ζωή στην μεγαλούπολη είναι μια αδιάκοπη κίνηση, αλλαγή για χάρη της αλλαγής, «πρόοδο» και «εξέλιξη» την βαφτίζει το τυφλό δόγμα. Αυτή η πυρετώδης δραστηριότητα δεν προέρχεται όμως από ένα περίσσευμα ζωής αλλά από μία αποσύνθεση που θυμίζει την διαδικασία αποσύνθεσης ενός πτώματος, όταν κατά τη διάρκεια της σήψης του σώματος τα πάντα κινούνται, διογκώνονται και συγχέονται άτακτα και χαοτικά. Είναι σα να βλέπει κανείς την putrefactio, μία αλχημική διεργασία επί το έργο: η «ψυχή» (η anima, ο φορέας της animatio, της «εμψύχωσης») έχει φύγει, όπως σε ένα σώμα, μαζί με την αναπνοή. Το μόνο που απομένει είναι ένας ιδιότυπος πυρετός, μια «μαύρη φλόγα», όπως θα λέγαμε στην ερμητική γλώσσα, θέρμη από την οποία αναδύεται δυσωδία: ένας αρνητικός πόλος κάνει την εμφάνισή του και έλκει όλες τις εχθρικές προς τη ζωή δυνάμεις...

Δεν υπερβάλλω λοιπόν όταν λέω ότι κανείς δεν έχει δει ποτέ του μία πόλη (ίσως στην Ασία, σε μικρή μόνον κλίμακα διασώζονται ακόμη υγιείς καταστάσεις, περιφερειακά). Τα ακέφαλα σώματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων δεν είναι πόλεις. Μέχρι μια νέα κάθοδος του πνεύματος να ζωογονήσει τον υπό κατάρρευση πολιτισμό, η ευθύνη όσων έχουν συνειδητοποιήσει τους κινδύνους που διατρέχει η ανθρωπότητα από τις αυταπάτες της μεγαλώνει ακόμη περισσότερο.

Δημήτρης Τσουμάνης


Σημείωση
Για την έννοια της Putrefactio από μία ανάλογη οπτική γωνία, βλ. εδώ
Η ίδρυση μιας πόλης είναι μία μαγικο–θρησκευτική και όχι απλώς μαγική πράξη (αν και σπανίως γίνεται αυτή η τόσο σημαντική διάκριση). Στο μεσαιωνικό Picatrix διασώθηκε, από άγνωστη πηγή, μία πολύ σημαντική όσο και σπάνια αναφορά στις αρχαίες μαγικο–θρησκευτικές παραδόσεις, σχετική με την «ταλισμανική πόλη» του Ερμή του Τρισμέγιστου, στην οποία έχω αφιερώσει ειδικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Strange 134. Σε προηγούμενη δημοσίευση, έχω ασχοληθεί με την διάταξη της ταλισμανικής πόλης, βλ. εδώ